ἀνάστημα, το
Ερμηνεία:
[το ύψος του σώματος, του κορμιού]
Ετυμολογία:
< (Όμηρ.), Καινή Διαθήκη 107 φορές, ανίστημι (εγείρω) < ανά + ίστημι]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|